Ο Νίκος Καζαντζάκης επηρεασμένος από τη μνημειακότητα της Παναγίας των Παρισίων, μας μεταφέρει τις σκέψεις του στο μυθιστόρημά του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
«Πριν φύγω από το Παρίσι, πήγα ένα δειλινό ν’ αποχαιρετήσω τη Notre-Dame. Θα την ευγνωμονώ πάντα για τη συγκίνηση που μου ’δωκε σαν την πρωτόδα· ο θόλος στις δικές μας εκκλησιές είναι θαρρείς μια χαριτωμένη συμφιλίωση του περιορισμένου με το απεριόριστο, του ανθρώπου με το Θεό· τινάζεται προς τ’ απάνω ο ναός, θαρρείς και φιλοδοξεί να φτάσει στον ουρανό, και ξαφνικά, με θεοφοβούμενη εγκαρτέρηση, υποτάζει την ορμή του στο άγιο μέτρο, υποκλίνεται και καμπυλώνεται μπροστά στην άφταστη απεραντοσύνη, γίνεται θόλος και κατεβάζει στην κορφή του τον Παντοκράτορα.
Ολότελα πιο περήφανη μου φαίνουνταν η παράτολμη φιλοδοξία της γοτθικής μητρόπολης· τινάζεται από το χώμα, επιστρατεύοντας, θαρρείς, όλες τις πέτρες της γης, για να τις πειθαρχήσει να καταλήξουν σε βέλος, που χιμάει στον ουρανό, μυτερό, τολμηρό, σαν αλεξικέραυνο. Όλα στην άγια ετούτη αρχιτεκτονική αποκορυφώνουνται και γίνουνται βέλος· όχι πια η ισιόγραμμη, τετράγωνη λογική του ελληνικού ρυθμού, που βάζει ανθρώπινη τάξη στο χάος, τέλεια ισορροπώντας την ομορφιά με την ανάγκη κι εγκαινιάζοντας λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό· μα κάτι παράφορο, παράλογο, μια ένθεη αλλοφροσύνη, που συνεπαίρνει ξάφνου τους ανθρώπους και τους σπρώχνει να επιχειρήσουν έφοδο στην επικίντυνη γαλάζια ερημία, για να κατεβάσουν στη γης το μέγα Κεραυνό, το Θεό.
Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να ’ναι κι η προσευκή· τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας...
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό ν’ ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος».
Ευχόμαστε να αποκατασταθεί απρόσκοπτα αυτό το πολύ σημαντικό μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
«Πριν φύγω από το Παρίσι, πήγα ένα δειλινό ν’ αποχαιρετήσω τη Notre-Dame. Θα την ευγνωμονώ πάντα για τη συγκίνηση που μου ’δωκε σαν την πρωτόδα· ο θόλος στις δικές μας εκκλησιές είναι θαρρείς μια χαριτωμένη συμφιλίωση του περιορισμένου με το απεριόριστο, του ανθρώπου με το Θεό· τινάζεται προς τ’ απάνω ο ναός, θαρρείς και φιλοδοξεί να φτάσει στον ουρανό, και ξαφνικά, με θεοφοβούμενη εγκαρτέρηση, υποτάζει την ορμή του στο άγιο μέτρο, υποκλίνεται και καμπυλώνεται μπροστά στην άφταστη απεραντοσύνη, γίνεται θόλος και κατεβάζει στην κορφή του τον Παντοκράτορα.
Ολότελα πιο περήφανη μου φαίνουνταν η παράτολμη φιλοδοξία της γοτθικής μητρόπολης· τινάζεται από το χώμα, επιστρατεύοντας, θαρρείς, όλες τις πέτρες της γης, για να τις πειθαρχήσει να καταλήξουν σε βέλος, που χιμάει στον ουρανό, μυτερό, τολμηρό, σαν αλεξικέραυνο. Όλα στην άγια ετούτη αρχιτεκτονική αποκορυφώνουνται και γίνουνται βέλος· όχι πια η ισιόγραμμη, τετράγωνη λογική του ελληνικού ρυθμού, που βάζει ανθρώπινη τάξη στο χάος, τέλεια ισορροπώντας την ομορφιά με την ανάγκη κι εγκαινιάζοντας λογική συνεννόηση του ανθρώπου με το Θεό· μα κάτι παράφορο, παράλογο, μια ένθεη αλλοφροσύνη, που συνεπαίρνει ξάφνου τους ανθρώπους και τους σπρώχνει να επιχειρήσουν έφοδο στην επικίντυνη γαλάζια ερημία, για να κατεβάσουν στη γης το μέγα Κεραυνό, το Θεό.
Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να ’ναι κι η προσευκή· τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας...
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό ν’ ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος».
Ευχόμαστε να αποκατασταθεί απρόσκοπτα αυτό το πολύ σημαντικό μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.